- κηρός
- ο (ΑΜ κηρός)το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν καταμαλάσσων», Βί. Αλεξ.)2. κάθε κηρώδης ουσίανεοελλ.φρ. «ισπανικός κηρός» — σφραγιστικό κερί, βουλοκέριμσν.-αρχ.συν. στον πληθ. οι κηροίλαμπάδες από κερίαρχ.1. η κηρήθρα («ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῷ», Θεόκρ.)2. συνεκδ. πινακίδα αλειμμένη με κερί («λόγους εἰς γραμμάτιον και κηρὸν ἐρχομένους», Λιβάν.)3. βουλοκέρι4. φρ. «κηρός Τυρρηνικός» — κηρός μελισσών που έχει λευκανθείτόν χρησιμοποιούσαν για παρασκευή αλοιφών.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Η σύνδεση με ορισμένους τ. τών βαλτικών γλωσσών που δηλώνουν το μέλι (πρβλ. λιθουαν. korŷs, λεττον. kare[s]) προσκρούει σε σοβαρά φωνητικά προβλήματα.ΠΑΡ. κηρίον, κήρινοςαρχ.κήρα, κηρίζω, κήρινθος, κηρίς, κηρίτιςαρχ.-μσν.κηρίνηνεοελλ.κηρήθρα, κηρικός.ΣΥΝΘ. κηρογραφία, κηρόδετος, κηροδόχος, κηροειδής, κηρόμελι, κηροπλαστείο, κηροπλάστης, κηρόπλαστος, κηροποιός, κηροπώλης, κηροτέχνης, κηροφόρος, κηρόχρους, κηρόχυτοςαρχ.κηράνθεμον, κηραχάτης, κηρέλαιον, κηρεμβροχή, κηρογονία, κηρογραφώ, κηροδέτης, κηροδομώ, κηρόκλυστος, κηροπαγής, κηρόπισσος, κηροπλαστώ, κηροτακίς, κηρότροφος, κηρουργία, κηροφορώ, κηροχίτων, κηροχυτώμσν.κηραψία, κηροκίσηρον, κηρομάρμαρος, κηρομάστιχον, κηροπράτης, κηροστούπιν(μσν-νεοελλ.) κηροδοσία, κηρομαστίχα, κηροπωλείον, κηροστάτηςνεοελλ.κηραλειπτός, κηραλοιφή, κηροκοπίδα, κηρολιπωσία, κηρομαντεία, κηρόξυλο, κηροπηγία, κηροπήγιο(ν), κηρόπιτα, κηροποιείο, κηροποιία, κηροσδέστης, κηροτήκτης, κηροτυπία, κηρόχαρτο, κηροχάραξη, κηροχυσία, κηροχύτης].
Dictionary of Greek. 2013.